- δουλοφροσύνη
- ηδουλικό φρόνημα, δουλοπρέπεια.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Άγγελ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δουλοφροσύνη — η δουλοπρέπεια, δουλικότητα, δουλική συμπεριφορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλιβάνιστος — αλιβάνιστος, η, ο και αλιβάνωτος, η, ο 1. αυτός που δε λιβανίστηκε, δε θυμιατίστηκε με λιβάνι: Ξέχασα χθες τις εικόνες αλιβάνιστες. 2. αυτός που αποφεύγει την εκκλησία: Αλιβάνιστος ο ίδιος, ζητούσε να πείσει κι εμένα να πάμε για κυνήγι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δουλοπρέπεια — η δουλική συμπεριφορά, δουλικότητα, δουλοφροσύνη: Η στάση του δείχνει δουλοπρέπεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)